ανταμειβομαι

ανταμειβομαι
    ἀνταμείβομαι
    ἀντ-ᾰμείβομαι
    1) обмениваться
    

(χρυσοῦ χρήματα ἀνταμείβεται καὴ χρημάτων χρυσός Heracl. ap. Plut.)

    2) отплачивать, возмещать, воздавать
    

(τινα κακαῖσι ποιναῖς Aesch.; τινά τινι ἀντί τινος Arph.)

    3) отвечать, возражать
    

(τοισίδε, sc. λόγοις Her.; τί τινα или πρός τινα Soph.)

    ὑμᾶς μὲν οὖν τοῖσδ΄ ἀ. λόγοις Eur. — так вот вам мой ответ


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανταμειβομαι" в других словарях:

  • ανταμείβομαι — ανταμείβομαι, ανταμείφτηκα και ανταμείφθηκα βλ. πίν. 8 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀνταμείβομαι — exchange pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείβῃ — ἀνταμείβομαι exchange pres subj mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμειψόμεθα — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμειψόμεσθα — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείβει — ἀνταμείβομαι exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείβουσιν — ἀνταμείβομαι exchange pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνταμείβομαι exchange pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείψεται — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείψομαι — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st sg (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμειβόμενοι — ἀνταμείβομαι exchange pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμειβόμενος — ἀνταμείβομαι exchange pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»